- αμφιπολια
- ἀμφιπολίαἡ должность жреца, священство Diod.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αμφίπολοι — Άρχοντες των αρχαίων Συρακουσών μετά την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας. Η θητεία τους ήταν ετήσιας διάρκειας και αριθμούσαν τα έτη με τα ονόματά τους. Η αμφιπολία διήρκεσε περίπου 300 χρόνια … Dictionary of Greek